- καπνωδῶς
- καπνώδηςsmokyadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνώδης — ες (Α καπνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με καπνό 2. ο γεμάτος καπνό («ἔτι δ ὁ καπνώδης καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ τἆλλα τὰ παραπλήσια τούτοις», Πολ.) αρχ. 1. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός («εἶδον ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek